-
1 Few
adj.In a few words: P. βραχέως, διʼ ὀλίγων, ἐν βραχέσι, διὰ βραχέων, P. and V. ἐν βραχεῖ, συντόμως, V. βραχεῖ μύθῳ.Some few: P. ὀλίγοι τινές.In few places: P. ὀλιγαχοῦ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Few
-
2 Several
adj.Some few: P. ὀλίγοι τινές.Theg sailed away to their several cities: P. ἀπέπλευσαν... ὡς ἕκαστοι κατὰ πόλεις (Thuc. 1, 89).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Several
См. также в других словарях:
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek